ηπατικά

ηπατικά
Χλωροφυλλούχα φυτά που ανήκουν –όπως και τα φυλλόβρυα ή μούσκλα– στα βρυόφυτα (κρυπτόγαμα). Η ονομασία τους οφείλεται σε κάποιες ομοιότητες που έχουν με το ήπαρ. Σύμφωνα με μία δοξασία, τα φυτά που μοιάζουν με κάποιο όργανο του ανθρώπου μπορούν να θεραπεύσουν τις ασθένειές του. Γι΄αυτό τα η. χρησιμοποιήθηκαν ως θεραπευτικό μέσο για τη θεραπεία του ήπατος – χωρίς βέβαια καμία επιστημονική βάση. Τα πιο απλά έχουν θαλλόμορφο φυλλοειδή ή ταινιοειδή θαλλό, που εξαπλώνεται διχοτομούμενος κατά βλαστόμορφες διακλαδώσεις. Στον θαλλό διακρίνονται σαφώς η άνω και η κάτω επιφάνεια (γαστρονώτιος δομή). Δεν έχουν πραγματικές ρίζες, αλλά η κάτω επιφάνεια φέρει δέσμες τριχοειδών και ριζοειδών, μέσω των οποίων ο θαλλός προσκολλάται στα αναχώματα των διωρύγων και στους υγρούς βράχους (π.χ. φεγκατέλλακωνοκέφαλος ο κωνικός). Σε άλλες περιπτώσεις, οι φυλλόμορφοι θαλλοί επιπλέουν στην επιφάνεια στάσιμων υδάτων (π.χ. ρικκία η νηχομένη). Στα πιο πολυσύνθετα ο θαλλός είναι μικρός, κυλινδρικός ή ακτινωτός, με φυλλάρια επαλλάσσοντα σε δύο ή τρεις παράλληλες σειρές. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των φυτών είναι η απουσία τυπικών ανθέων και το φαινόμενο της εναλλαγής γενεών που παρουσιάζουν κατά την αναπαραγωγή τους. Πάνω στον μικροσκοπικό θαλλό (γαμετόφυτο) σχηματίζουν όργανα που περιέχουν τους άρρενες και θήλεις γαμέτες, από τη σύζευξη των οποίων δημιουργείται το σποριόφυτο, ένας άφυλλος ποδίσκος που φέρει στην κορυφή του το σποριάγγειο (ή σποριόκαψα), μέσα στην οποία βρίσκονται τα σπόρια. Κάθε σπόριο φυτρώνει πέφτοντας σε υγρό έδαφος και δίνει ένα πρωτόνημα ή προθάλλιο, που εξελίσσεται σε κανονικό θαλλό (γαμετόφυτο). Παρατηρείται επίσης αγενής-βλαστητική αναπαραγωγή με γονοφθαλμίδια. Τα ηπατικά ανήκουν στα βρυόφυτα και ζουν σε υγρές επιφάνειες και σε στάσιμα νερά. Τα πιο απλά, όπως αυτό στη φωτογραφία, είναι φυλλόμορφα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἡπατικά — ἡπατικός of the liver neut nom/voc/acc pl ἡπατικά̱ , ἡπατικός of the liver fem nom/voc/acc dual ἡπατικά̱ , ἡπατικός of the liver fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπατικάς — ἡπατικά̱ς , ἡπατικός of the liver fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθηρίδιο — Αρσενικό όργανο πολλαπλασιασμού (το αντίστοιχο θηλυκό λέγεται αρχεγόνιο) των πτεριδόφυτων (φτέρες, εκουίζετα κλπ.), των βρυόφυτων (βρύα και ηπατικά) και των ανώτερων μυκήτων και φυκιών. Μέσα στο α., που αποτελεί τμήμα του γαμετόφυτου,… …   Dictionary of Greek

  • βρυόφυτα — Φυτά γνωστά ως βρύα ή μούσκλια, που συγκροτούν μια υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου και περιλαμβάνουν τα φυλλόβρυα, τα ηπατικά και τα ανθοκεροτά. Είναι φυτά κρυπτόγαμα, πράσινα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την απουσία τυπικών λουλουδιών, καρπών… …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… …   Dictionary of Greek

  • επίφυτα — Χλωροφυλλούχα φυτά. Φύονται επάνω σε άλλα φυτά, κυρίως δέντρα, χωρίς να παρασιτούν, δηλαδή δεν απομυζούν από αυτά θρεπτικές ουσίες, αλλά τα χρησιμοποιούν μόνο ως υποστήριγμα. Ιδιαίτερα, ε. ονομάζονται εκείνα τα φυτά που, επειδή δεν έχουν καμιά… …   Dictionary of Greek

  • επιδερμίδα — Το εξωτερικό κάλυμμα του δέρματος των ζώων και του ανθρώπου που αναπτύσσεται από το εξωτερικό εμβρυϊκό βλαστικό σέρμα, το αποκαλούμενο εξώδερμα. Τα εκκρίματα της μονοστρωματικής ε. των ασπονδύλων σχηματίζουν, εξαιτίας της στερεοποίησής τους στον… …   Dictionary of Greek

  • ηπατικός — ή, ό (AM ἡπατικός, ή, όν) [ήπαρ] 1. αυτός που ανήκει στο ήπαρ («ηπατικές φλέβες») 2. αυτός που επιδρά στο ήπαρ («ἡπατικὸν φάρμακον», Γαλ.) 3. αυτός που υποφέρει από πάθηση τού ήπατος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βοτ. τα ηπατικά κλάση φυτών… …   Dictionary of Greek

  • ηπατοτοξίνη — η ουσία που αναπτύσσεται μέσα στο αίμα ζώου στο οποίο έχουν εισαχθεί με ένεση ηπατικά κύτταρα άλλου είδους ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatotoxin < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + toxin (πρβλ. τοξίνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”